- κάθηται
- καθίημιlet fallaor subj mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθῆται — κάθημαι to be seated pres subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθῆτ' — καθῆται , κάθημαι to be seated pres subj mid 3rd sg καθῆτε , καθίημι let fall aor subj act 2nd pl καθῆτε , καθίημι let fall aor subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθητ' — κάθηται , καθίημι let fall aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
MESOCHORI — Graecis τοῦ χοροῦ Κορυφαῖοι, in omnibus Veterib. Choris Symphoniacis erant, coeterisque ad canendum praeibant et modum canendi dabant, pede in eam rem pulpitum aut solum tundere soliti. Pedem enim levantes et cum sono ponentes, aequali semper ac… … Hofmann J. Lexicon universale
PERCUTERE — mensuram vulgo dicuntur, qui modum canendi praescribunt. In omnibus enim etiam Veter. choris Mesochori erant, τοῦ χοροῦ κορυφκῖοι Graecis appellati, qui coeteris ad canendum praeibant et modum canendi dabant, pede in eam rem pulpitum aut solum… … Hofmann J. Lexicon universale
PHASIANA — I. PHASIANA dicta est, quae alias, Cybele, Dindymene, Berecynthia, Pessinuntia, Mygdonia, Asporene, Cimmeris, Cybeba. etc. Fuit autem hoc ei in Colchide epirheton, a fluvio Phaside. Meminit Arianus in periplo Ponti Euxini, Εἰσβαλλέντων δὲ εἰς τὸν … Hofmann J. Lexicon universale
περιέλασις — άσεως, ἡ, Α [περιελαύνω] 1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.) 2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι 3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος … Dictionary of Greek
σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… … Dictionary of Greek
φόρεμα — έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ] νεοελλ. 1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα 2. πανωφόρι 3. στον πληθ. τα φορέματα το σύνολο τού γυναικείου ρουχισμού μσν. αρχ. καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα αρχ. 1. φορτίο 2. αυτό που… … Dictionary of Greek